Tuesday, January 23, 2007

No A La Represion Pretenderis

Χθες βράδυ, όλα κυλούσαν συνηθισμένα. Είχα πάρει τη μεσκαλίνη μου, πάλεψα με μια αρκούδα που καθόταν στο καθιστικό, κατσικώθηκα στον καναπέ και άνοιξα τη τηλεόραση. Πάτησα το 2 (ΝΕΤ, όποιος δεν έχει στο 2 τη ΝΕΤ, στο 4 το MEGA και στο 5 τον ANT1 είναι ανώμαλος) και ταξίδεψα στην Οαχάκα.
Σπάνια ζηλεύω ανθρώπους. Λίγοι άλλωστε έχουν το πνευματικό μου επίπεδο, τα ζωώδη μου ένστικτα και την στιλπνή μου κόμη. Ωστόσο τον Γιώργο Αυγερόπουλο, το ομολογώ, τον ζηλεύω. Ο τύπος κάνει μια δουλειά όμορφη, έχει έναν λόγο να σηκώνεται από το κρεβάτι και ενημερώνει. Η τελευταία λέξη θα μπορούσε να μπει και με το πλήκτρο capls lock πατημένο.
Τους ανθρώπους της Οαχάκα, δεν τους ζήλεψα ακριβώς. Τους παραδέχτηκα σίγουρα. Τους σεβάστηκα, δεν τίθεται θέμα. Τους θαύμασα με μια μικρή δόση φθόνου, για την μεμονωμένη φάση επανάστασης που έζησαν. Αυτά, πριν την συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου, βέβαια, πως κουμάντο κάνουν άλλοι.
Κάποια στιγμή, κατά λάθος πατήθηκε το 4 στο τηλεκοντρόλ. Και το τσιγάρο (σαν μεγάλη κιμωλία) που κρατούσα παραλίγο να μου κάψει το εύφλεκτο χαλί, το οποίο τινάζω όποτε ξεμένω από τσιγάρα για να ξεχαρμανιάζω. Από το Μεξικό βρέθηκα στη Χώρα του Πρετεντέρη. Την αγόρευση του Καρατζαφέρη. Τον Φόβο του Πολίτη. Τον εχθρό της αποσταθεροποίησης. Τον Μεγάλο Χειραγωγό. Και συνειδητοποιώντας πως η μεγαλύτερη επανάσταση που θα μπορούσα ποτέ να κάνω είναι να κλείσω την τηλεόραση, μετά τους τίτλους τέλους του Εξάντα, το έκανα. Ο εφιάλτης είχε μόλις τελειώσει.

Sunday, January 21, 2007

RIP Lava Bore. Γαρδελλης των '00s



Ήταν η εποχή που κάπνιζα τα Camel Lights τα παλιά. Τα καλά, για τους μύστες. Δεν ήμουν αμούστακος, όχι, απλά νεότερος. Κατηφόριζα τη Φιλελλήνων, έριξα ένα βλέμμα γεμάτο προσποιητή νοσταλγία στο μέρος όπου κάποτε (το 1950) ήταν το παπουτσάδικο του παππού μου και καταράστηκα την ατυχία που δεν με γέννησε πλούσιο. Έφτυσα.
«Έχω την εντύπωση πως το μαγαζί θα μυρίζει σαν αποδυτήρια ποδοσφαιρικής ομάδας. Αντρών» είπε με την γνωστή εύθυμη απαισιοδοξία του ο Γ. Δεν μύριζε αποδυτήρια. Εκτός και αν στα εσωτερικά των γηπέδων, έφηβες – εν δυνάμει – παρθένες, λολίτες από τα Βαλκάνια και κακοκουρεμένοι Γιουγκοσλάβοι αναμειγνύονται ακούγοντας «τις επιτυχίες της εποχής».
Απ’ έξω είχε έναν φοίνικα, μια επιγραφή με νέον που έγραφε “LAVA BORE” και από μέσα, οι υποσχέσεις έκαναν παρέα με την τεστοστερόνη και τις φερομόνες. Όσοι έχουν περάσει από Σταδίου, λίγο μετά τα μεσάνυχτα δεν μπορεί να μην το έχουν προσέξει. Μερικές φορές, συνήθως τις Τρίτες, ορδές από ορεξάτα νιάτα, κοντά στα 16 μέλη 5μερων εκδρομων από Βαλκάνια, αλλά και δροσερές Σουηδέζες με λευκά πόδια, Αυστραλέζες με φακίδες και Αμερικάνες που δηλώνουν Καναδέζες, λόγω ταξιδιωτικών οδηγιών, πηγαίνουν προς τον ναό του Σταμάτη Γαρδέλλη των 00’s.
Στους Ολυμπιακούς, το trash μαγαζί έζησε τις δόξες του. Αποκλεισμένοι Ιάπωνες τζουντόκα φασώνονταν με γκόμενες από το Λουξεμβούργο, παίκτριες βόλεϊ χούφτωναν Έλληνες με abibas παπουτσάκι και το σύμπαν τα είχε παίξει κανονικά.
Και ξαφνικά, ένα μαλακισμένο που μαχόταν (για τι;) πέταξε μια μολότοφ και παρέδωσε τις ελπίδες του μέσου Έλληνα για κοσμοπολίτικο υπερατλαντικό γαμήσι στις φλόγες.
Εχω μια κατάρα για σε, σαβουρογάμη άπλυτε, εμπρηστή ελπίδων. Σου εύχομαι να γίνουν μόδα ξανά οι Dr Martins και να χαρακτηριστείς trendy, μόνο και μόνο γι’ αυτό που έκανες. Και να λουστεί και το μαλλί σου ερήμην σου. Φυσικά.

PS 1. Την λυπηρη πληροφορια την πηρα από
εδώ. Αρχιδια.
PS 2 Έχω μια άσχετη απορία. Για λίγους . Γιατί θεωρούν κάποιοι πως θα δίνω τα καλά μου τα ευρω για να διαβαζω σε χαρτί τουαλέτας, έναν καραφλο με φωτογραφία Λολίτας να μου λεει μουτς; Τοσο ανωμαλοι υπαρχουν; Και μην μιλήσει κανείς για «ζηλόφθονες κομπλεξικούς». Ήμαρτον, τι να ζηλέψω;

Monday, January 15, 2007

O κυνικος

Σαν απρόσκλητος ,φλύαρος και ελεεινός επισκέπτης, το πρωινό φως εμφανίστηκε επίμονο όσο ποτέ και διαπέρασε με ευκολία τα καλά κλεισμένα από τον ύπνο μάτια μου. Ο Μορφέας με την αγκαλιά του είναι καλός μου φίλος, και έτσι, παρά τις ενοχλήσεις της φύσης παρέμεινα ξαπλωμένος. Το χουζούρι είναι όμορφο πράγμα, αλλά δεν είναι εύκολο όταν γίνεται πάνω στο χορτάρι του Εθνικού Κήπου, πίσω από τους ξεγυμνωμένους θάμνους κοντά σε ένα παγκάκι. Τα γυαλιά ηλίου μου και ένα ξεγυρισμένο καφεδάκι είναι ότι χρειάζομαι, σκέφτηκα, αλλά σύντομα ο ύπνος είχε διαλυθεί και ήξερα καλά πως όλα αυτά είναι περασμένα μεγαλεία. Γυαλιά ηλίου, καφέδες, παρεούλα, γυναίκες, φίλοι, ραχάτι. Ολα ήταν παρελθόν. Εκτός από το τελευταίο.
Δόξα τω Θεώ εδώ και ένα χρόνο, που έχουν διαμορφωθεί οι νέες συνθήκες στην ζωή μου, από ύπνο και ξεκούραση δεν έχω παράπονο. Οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας θελήσω, μπορώ να αράξω σε κάποια ήρεμη γωνιά της πόλης – και δεν είναι και λίγες αυτές τελικά, από προσωπική πείρα το λεω – και να πάρω έναν υπνάκο. Υποχρεώσεις, προθεσμίες και άλλα τέτοια αστικά δεν υπάρχουν. Ούτε για πλάκα.
Σηκώθηκα μετά από λίγο, τεντώθηκα βαριεστημένα, τίναξα τα φύλλα που είχαν κολλήσει πάνω μου και παρατήρησα το περιβάλλον. Σκόρπια χορτάρια, παρατημένα παγκάκια, κιτρινισμένα φύλλα και πλακόστρωτοι δρόμοι. Δεν ήταν και έπαυλη, αλλά στην κατάσταση μου ,ήταν από τα αγαπημένα μου «κρεβάτια». Δροσούλα, σκιά και ησυχία. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτα άλλο. Το στομάχι μου δεν άργησε να κάνει αισθητή την παρουσία του. Πείνα καταραμένη. Και τώρα ήρθε η ώρα της επιβίωσης. Οι δρόμοι δεν είχαν ιδιαίτερη κίνηση. Η πόλη έμοιαζε ακόμα να κοιμάται. Μάλλον είναι Κυριακή. Αυτή την ημέρα την θυμόμουν από παλιά. Και φυσιολογικός να είσαι, δηλαδή πηγμένος σε καθημερινότητα, υποχρεώσεις και άλλα τέτοια, το καταλαβαίνεις. Η Κυριακή μυρίζει διαφορετικά.
Το περπάτημα στο πεζοδρόμιο μου έκανε καλό. Έστω και ανάμεσα σε χαζοχαρούμενες οικογένειες. Η όσφρηση μου, η πιο οξυμένη μου αίσθηση, μου έδωσε να καταλάβω πως το φαί είναι κοντά. Ο κουλουρτζής κοντά στο Σύνταγμα ήταν απασχολημένος με μια δοσοληψία με έναν κατάκοπο οικογενειάρχη και δεν με πρόσεξε που βούτηξα δυο κουλούρια και απομακρύνθηκα βιαστικός, με ατάραχο όμως ύφος. Καθαρή την βγάλαμε και σήμερα. Έστριψα προς Κολωνάκι και ανηφόρισα την Σκουφά με τα κουλούρια καλά φυλαγμένα. Ένα ήρεμο πλακόστρωτο στενό ήταν κοντά στον ορισμό της ευτυχίας αυτή την στιγμή για μένα. Το βρήκα εύκολα. Οι πολυκατοικίες έριχναν τον ίσκιο τους, οι άνθρωποι προφανώς ακόμα χουζούρευαν ή ξεδιάλυναν διαφημιστικά φυλλάδια και εφημερίδες και οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Κάθισα σε μια διακριτική γωνία και άρχισα να μασουλάω.
Είναι εκπληκτικό πως οι μικρές απολαύσεις σε αυτή τη ζωή, μπορούν να σε κρατήσουν και να σε κάνουν ευτυχισμένο. Πράγματα που όταν έχεις πολλά και στοχεύεις σε ακόμα περισσότερα δεν τα καταλαβαίνεις, αλλά όταν έχεις λίγα, τότε είναι όλη σου η ζωή. Είναι ποτέ δυνατόν με την παλιά μου ζωή να απολάμβανα τόσο πολύ ένα κουλούρι μέχρι το τελευταίο του σουσάμι; Μπα, με τίποτα. Τώρα θα κοιμόμουν σίγουρα, ημιλιπόθυμος από την κραιπάλη του Σαββάτου, πιθανότατα μόνος μου, δεν αποκλείεται όμως να ήταν δίπλα μου η Μυρτώ. Η σκέψη της εξακολουθούσε να φέρνει άσχημους συνειρμούς. Και έναν περίεργο πόνο στο γεμάτο πλέον στομάχι μου.
Ο πόνος έφυγε και εμφανίστηκε η έκπληξη, όταν τον άκουσα. «Καλά ρε πως με μυρίστηκες;». Ήταν ο Κυνικός. Κάποτε τον έλεγαν Γιώργο, αλλά αυτό μάλλον ήταν σε μια ζωή τόσο παλιά που είχαν ξεθωριάσει οι αναμνήσεις της. Σωματώδης, καστανός, με δυο μάτια που έλαμπαν εξυπνάδα. Το παρατσούκλι Κυνικός του είχε μείνει – σε μια πρωτοφανή επίδειξη αυτοσαρκασμού– γιατί ήταν ο πλέον συνειδητοποιημένος , από τους «όμοιους» για την κατάσταση μας. Σχεδόν αδιάφορος. Βρισκόταν κοντά μου εδώ και ώρα, αλλά η βουλιμία από την μια και οι σκέψεις μου από την άλλη με έκαναν απρόσεκτο.
«Που γυρίζεις πάλι ρε ρεμάλι; Σε παρατηρώ κανένα 10λεπτο και είσαι σαν χαμένος. Μην αρχίσεις πάλι να γυρνάς στα παλιά γελοίε τύπε. Προσαρμόσου στα νέα δεδομένα. Η επιβίωση μετράει». Τα μπινελίκια δεν το έδειχναν, αλλά ο ίδιος είχε αποδείξει εδώ και καιρό πως ήταν άξιος εμπιστοσύνης. Φίλος, από αυτούς που θεωρούν πως τα μπινελίκια είναι γλυκόλογα και προτιμούν να σε στολίσουν – πάντα με αγάπη-, παρά να πουν καλή κουβέντα. Είχε βρεθεί σε αυτή τη θέση εδώ και χρόνια. Εδώ που τα λέμε η ψυχραιμία και η κυνικότητα του μπορεί να οφείλονταν στην «παλαιότητα» του. Σαν τον στρατό. Ο παλιός είναι αλλιώς.
«Ρε Κυνικέ, παράτα μας. Έχει κλείσει σχεδόν χρόνος που σε ξέρω και μια ζωή τα ίδια. Το παίζεις άνετος και cool και δεν ανοίγεσαι ποτέ. Περνιέσαι για έξυπνος, αλλά δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες». Ήμουν κοντά στο να ξεσπάσω. Το είχα ανάγκη, αλλά ήξερα πως στην κατάσταση μου θα ήταν λάθος να χάσω τους ελάχιστους μου φίλους. Ολέθριο λάθος. Προτίμησα να αποχωρήσω διακριτικά. «Κοίτα , δεν έχω όρεξη για κουβεντούλα ρε φίλε. Θα πάω μια βόλτα, να ψάξω για κάτι πράγματα που θέλω και να σκεφτώ. Χωρίς παρεξήγηση» είπα και χωρίς να κουνηθεί το λιπαρό σώμα του, μου έγνεψε. Φεύγοντας τον άκουσα να λεει «Μην σκέφτεσαι πολύ. Θα τρελαθείς». Δεν ξεκαθάρισα αν ήταν ειρωνεία ή πραγματικό ενδιαφέρον, αλλά προτίμησα να μην απαντήσω.
Κατέβαινα την Πανεπιστημίου, σκυθρωπός και αγριεμένος και οι περισσότεροι περαστικοί μου έριχναν βιαστικά βλέμματα ανησυχίας. Δεν θα ήμουν και η καλύτερη εικόνα, έτσι βρώμικος, αναμαλλιασμένος άκεφος και σκεπτικός αλλά το τελευταίο που με ένοιαζε ήταν η εικόνα μου εκείνη την στιγμή. «Ο Κυνικός και οι μαλακίες του» σκέφτηκα «όλη την ώρα τσιτάτα και αποψούλες , ο γελοίος. Στα δύσκολα με έχει βοηθήσει δεν λεω, αλλά όχι και να υποδύεται τον ρόλο του κηδεμόνα. Έχει απωθημένα ο τύπος. Ναι, ήταν ο πρώτος που γνώρισα όταν έφτασα σε αυτή την κατάσταση. Με στήριξε, με τον τρόπο του. Υλικά αγαθά δεν είχε, αυτό ήταν φυσικό. Αλλά από εμπειρία άλλο τίποτα. Μου έμαθε τα κατατόπια, τον τρόπο να επιβιώνεις στα δύσκολα και να χαίρεσαι στα εύκολα. Μου εκμαίευσε εύκολα ότι ήθελε να μάθει από την ζωή μου, την σχολίασε με το ύφος φιλοσόφου και μετά απ’ όλα αυτά συστήθηκε ‘Κυνικός. Με λένε έτσι γιατί δεν αγχώνομαι. Οι περισσότεροι δεν το ξεπερνούν εύκολα. Είναι σοκ. Εγώ αντιθέτως το έχω σκεφτεί από όλες τις πλευρές και αφού δεν μπορώ να το αποφύγω, το απολαμβάνω’. Όταν του πρωτοδιηγήθηκα την ιστορία μου ,ήμασταν καθισμένοι ένα απόγευμα, το πρώτο της νέας μου ζωής, σε ένα παρκάκι και μιλούσαμε ήρεμα, σαν καλοί φίλοι και ας γνωριζόμασταν λίγες ώρες. Άρχισα να του μιλάω συγκρατημένα, αλλά σύντομα τα ξέχασα όλα και η ανάγκη μου να αδειάσω, ξεπέρασε οποιαδήποτε αναστολή και συστολή. Σε αγνώστους μιλάς πιο εύκολα. Του είπα πως είχα γεννηθεί πριν 27 χρόνια στην Αθήνα, πως μεγάλωσα χωρίς καμία οικονομική δυσκολία, αφού οι οικογένεια μου πάντα τα έβγαζε εύκολα πέρα. Πατέρας αρχιτέκτονας με σπουδές στην Ιταλία, αγάπη σε κάθε τι όμορφο και κυρίως σε νεαρές γυναίκες, μητέρα που δήλωνε επαγγελματίας ζωγράφος κρύβοντας έτσι την εκ γενετής βαρεμάρα της πίσω από τις επιφανειακές της καλλιτεχνικές της ανησυχίες και την γιγαντιαία κληρονομιά του παππού μου και με λίγα λόγια ένα πρόβλημα ζωής λυμένο από την στιγμή που πρωτοέκλαψα. Του εξήγησα πως είχα μεγαλώσει στην ουσία μόνος μου, ανάμεσα σε βαριεστημένες υπηρέτριες και καλοπληρωμένους καθηγητές που είχαν σαν καθήκον την καλοπέραση μου. Δεν γνώρισα την ζέστη της οικογένειακής εστίας, αλλά δεν με πολυένοιαζε. Συνέχισα, λέγοντας του πως η πρωτοφανής ελευθερία για την ηλικία μου και το χαρτζηλίκι που άγγιζε τα όρια του τότε βασικού μισθού, μου εξασφάλιζαν καλοπέραση, φίλους και μεγαλώνοντας , γυναίκες. Για όρεξη και δημιουργία ούτε λόγος. Μετά από μια τυπική και αποτυχημένη απόπειρα να περάσω στο Πανεπιστήμιο, έκανα τα χαρτιά μου για σπουδές στην Ιταλία. Η δωρεά του πατέρα μου στο εκπαιδευτικό ίδρυμα ήταν γενναία και η απόφαση να με δεχτούν ακόμα περισσότερο από μέρους τους. Χωρίς να πληρώ κανένα τυπικό κριτήριο, οι πόρτες του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας άνοιξαν διάπλατα αποδεικνύοντας πως και στην γενέτειρα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, λίγα χρήματα μπορούν να κάνουν την διαφορά.
Η σκέψη της Φλωρεντίας με έκανε να χαμογελάσω, αλλά το απότομο φρενάρισμα πάγωσε τις αναμνήσεις και το χαμόγελο. «Άμα σε πατήσω εγώ θα φταιω ρε ζώον;» αναρωτήθηκε ρητορικά ο 50ρης ταξιτζής τεραστίων διαστάσεων και ενώ θα μπορούσα να ξεχάσω την ευγενική καταγωγή μου , προτίμησα να τον στραβοκοιτάξω, να του δείξω τα δόντια μου και να συνεχίσω τον δρόμο μου. Και τις σκέψεις μου. Θυμήθηκα τον Κυνικό να ρωτάει με ενδιαφέρον για την Φλωρεντία και να μου απαριθμεί διάφορα ιστορικά έργα. Του εξήγησα πως δεν είχα καμία ιδέα. Η ‘Dolce Vita’ βρήκε τον απόλυτο εκφραστή στο πρόσωπο μου στην Ιταλία. Το πρόσχημα των σπουδών σύντομα έπαψε να υπάρχει ακόμα και σαν σκέψη και οι καταχρήσεις, οι σπατάλες, και οι ακρότητες ξεπερνούσαν κάθε όριο. Κάποια στιγμή άρχισα να βαριέμαι, αφού είχα κάνει όλα όσα θα μπορούσα να σκεφτώ στο – πραγματικά – αρρωστημένο και πεινασμένο μυαλό μου. Εκείνη την στιγμή μάλλον και ο πατέρας μου ξέχασε τις ερωτοδουλειές του, είδε τους λογαριασμούς μου και με τράβηξε στην Αθήνα. Μου είπε πως το παραμύθι κάπου εδώ τελειώνει και μου ανακοίνωσε πως θα πρέπει να μάθω να επιβιώνω μόνος μου. Τον ήξερα καλά και δεν ασχολήθηκα. Σύντομα ξεχάστηκαν οι δουλειές και τα υπόλοιπα περιττά , η στρατιωτική μου θητεία εξαγοράστηκε έναντι ενός ευτελούς – για τον οικογενειακό κορβανά – ποσού και απλά το σκηνικό των κραιπάλων άλλαξε και από Φλωρεντία έγινε Αθήνα. Όλοι οι άνθρωποι έχουν τον μάστορα τους και ο κανόνας δεν είχε εξαιρέσεις. Ένα βράδυ σε μια παρέα γνώρισα την Μυρτώ. Ετών 25, φοιτήτρια με τραγικές επιδόσεις στην Νομική και αντιστρόφως ανάλογες επιτυχίες στους άντρες και την καλοπέραση. Κάτι σαν το θηλυκό μου αντίγραφο. Συζητήσαμε ένα βράδυ ολόκληρο και όταν την πλησίασα για τα περαιτέρω αποτραβήχτηκε. Μάλλον ήταν τακτική της. Έπιασε. Δεν κοιμήθηκα την επόμενη μέρα και κανονίσαμε να βγούμε την επόμενη. Δεν ήρθε. Την βομβάρδισα με μηνύματα αφού δεν σήκωνε το τηλέφωνο και μου απάντησε τρεις μέρες μετά. Σαν να μην τρέχει τίποτα μου εξήγησε πως «είχε δουλειές». Είχα παραβεί οποιοδήποτε κανόνα είχα θεσπίσει στο μυαλό μου σχετικά με τα ερωτικά όπως τα αντιλαμβανόμουν και παράλληλα οι συνήθειες μου άλλαζαν. Δεν έβγαινα πολύ, δεν είχα όρεξη να πιω, δεν ασχολιόμουν με υποψήφιες ερωμένες, δεν ήμουν ο εαυτός μου. Η Μυρτώ μου έδινε ευκαιρία όποτε είχε όρεξη , βρισκόμασταν, κοιμόμασταν μαζί και την επόμενη με απόλυτη φυσικότητα εξαφανιζόταν. Τις υπόλοιπες γυναίκες τις έκοψα. Δεν άντεχα να τις βλέπω. Αλλά το ποτό αποδείχθηκε καλός σύντροφος. Όχι για να συνοδεύει τα γλέντια μου αυτή τη φορά, αλλά την μελαγχολία μου. Ένα βράδυ, από τα άσχημα, από αυτά που η Μυρτώ χανόταν μυστηριωδώς και στο μυαλό μου συμμετείχε σε ρωμαϊκά όργια, πήρα το αυτοκίνητο, ένα μπουκάλι και το βαρύ μου κεφάλι για να ξελαμπικάρω. Κατέβηκα στην παραλία, ήταν καθημερινή κοντά μεσάνυχτα , και ήταν άδεια. Κατηφόρισα προς Γλυφάδα, πέρασα τα μαγαζιά που κάποτε στέγαζαν τις ακολασίες μου και αποφάσισα να πάω προς Σούνιο. Στο «τούνελ του Καραμανλή» θυμάμαι να έχω ξεπεράσει τα 140 χιλιόμετρα με την BMW, και λίγο αργότερα , την ώρα που οι ρόδες τσίριζαν εφιαλτικά στην άσφαλτο, ένιωσα σαν να λιποθύμησα. Έχασα τις αισθήσεις μου, την ώρα που άκουγα λαμαρίνες να λυγίζουν και τζάμια να σπάνε. Το επόμενο που θυμάμαι είναι να βρίσκομαι ξαπλωμένος στον δρόμο, με πόνο στο κεφάλι, και έντονη άσχημη οσμή. Βρισκόμουν στην Ομόνοια...
Στην Ομόνοια είμαι και τώρα. Θυμήθηκα πως εδώ κοντά, στην Πατησίων είχα γνωρίσει τον Κυνικό και πως από μακριά κατάλαβε πως ήμουν χαμένος, μου μίλησε και μου εξήγησε...
Δεν μπορώ να τα σκέφτομαι άλλο όλα αυτά. Συνέχισα το περπάτημα. Είχε φτάσει απογευματάκι, ήταν ωραία χειμωνιάτικη μέρα και η κίνηση δεν είχε κοπάσει ακόμα. Στο μυαλό μου δεν υπήρχαν απορίες πια. Όλα ήταν ξεκάθαρα αν και δύσκολα να τα συνειδητοποιήσω. Η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Αλλά τα συναισθήματα μου ήταν τόσο αρνητικά, που θα προτιμούσα να μην έχω μυαλό. Σύντομα βρέθηκα στου Ψυρρή. Τα μοδάτα μαγαζάκια και οι κατ’ ευφημισμόν ταβέρνες εναλλάσσονται με τα εγκαταλελειμμένα σπίτια. Περνάω έξω από ένα μπαρ, στο οποίο θυμάμαι παλιότερα να έχω κάνει μια κραιπάλη από τις λίγες. Χαμογελάω περήφανος για τον εαυτό μου και το παρελθόν μου. Από την τζαμαρία βλέπω τον κόσμο που πίνει καφέ – και οι αμετανόητα ανυπόμονοι ποτό – ενώ μια ευχάριστη μουσική φτάνει με χίλιους κόπους και διακοπές από μέσα. Το μάτι μου, αν και χωρίς εξάσκηση εδώ και καιρό, ψάχνει για όμορφες κοπέλες. Το χούι μου δεν πεθαίνει εύκολα. Αυτή η μελαχρινή μάλιστα, σκέφτηκα στην θέα της μαύρης ψηλοτάκουνης μπότας, του τζιν με γυρισμένο ρεβέρ που φτάνει μέχρι τον αστράγαλο, το κορμί που αγκαλιάζεται με το ύφασμα χωρίς να διαμαρτύρεται από την παρουσία των ρούχων, έχοντας όμως σαφείς προκλητικές τάσεις, τα μαλλιά ίσια μέχρι την μέση σχεδόν. Ομορφιά, αλλά από πρόσωπο; Είναι γυρισμένη με την πλάτη προς εμένα. Στο κέντρο του μικρού στενού, με ύφος αφηρημένο, εξακολουθώ να έχω ένα μάλλον ηλίθιο ύφος, με ανοιχτό στόμα και μάτια καρφωμένα στην τζαμαρία. Ένας τύπος κοντός, φανερά λαίμαργος και με κακό μεταβολισμό, με πουλόβερ, και τα πρώτα ανησυχητικά δείγματα καράφλας την αγκαλίζει, την γυρίζει προς το μέρος μου και κάπου εκεί η καρδιά μου σταματάει για λίγο Την ώρα που γίνεται η αποκάλυψη και αναγνωρίζω το πρόσωπο της Μυρτώς, η καρδιά μου σταματάει για να επανέλθουν οι χτύποι πιο δυνατοί δευτερόλεπτα αργότερα. Αυτός ο γελοίος, ο τιποτένιος, ο αποτυχημένος, ο μελλοντικός καράφλας την αγκαλιάζει και την φιλάει, αυτή μοιάζει ευτυχισμένη καθώς του χαϊδεύει την στενή πλάτη και την πλαδαρή του κοιλιά και εγώ κάθομαι απ’ έξω και ξεροσταλιάζω. Ε όχι. Η υπομονή είναι αρετή, αλλά δεν έχω χρόνο για τέτοια πράγματα. Η πόρτα ανοίγει καθώς μια παρέα βγαίνει έξω και δεν δυσκολεύομαι να περάσω μέσα. Η μουσική έχει αλλάξει, τώρα. Από ατμοσφαιρική , chill out , έχει μετατραπεί σε πιο δυνατό ροκ. Ταιριάζει απόλυτα. Περνάω ένα , δυο τραπέζια και είμαι δίπλα τους. Τον ακούω να μιλάει με την τσιριχτή, σχεδόν αδερφίστικη, του φωνή «Μωρό μου ,θες να πάμε σπίτι;», αυτή τον κοιτάει – δεν με έχουν προσέξει ακόμα – με λατρεία και απαντάει «Οτι θες εσύ φραουλίτσα μου». Τα μάτια μου έχουν γυρίσει , έχουν κοκκινίσει , έχουν πεταχτεί από τις κόγχες τους. Οι φλέβες μου ξεχωρίζουν σε όλο μου το σώμα, το μυαλό μου βράζει, οι τρίχες μου έχουν σηκωθεί, το δίκιο με πνίγει, η αδικία με κάνει να θέλω να κλάψω, κανείς δεν με προσέχει, κανείς δεν με αγαπάει, κανείς δεν μου δίνει σημασία πια. Ούτε αυτό το θλιβερό ζευγάρι που είναι μπροστά μου. Οχι για πολύ. Στηρίζομαι στα πίσω πόδια μου, ανοίγω το στόμα και ορμάω. Η μουσική παύει να ακούγεται , οι φωνές μοιάζουν με λύτρωση την ώρα που μπήγω τα κοφτερά μου δόντια στην λιπαρή γάμπα αυτού του αποτυχημένου. Ο πόνος του είναι η εκδίκηση μου, το αίμα του θα ξεπλύνει την αδικία μου. Αφήνω το βρωμερό πόδι του, πλησιάζω το άλλο ζευγάρι πόδια που βρίσκεται δίπλα μου, αυτό που κάποτε λάτρευα, αυτό που έχω ονειρευτεί μέρες και νύχτες και καταφέρνω μια καλύτερη δαγκωνιά, στο μπούτι, αυτή τη φορά , πάνω από την μπότα. Δεν έχει πολύ ψαχνό, όχι σαν το «φραουλάκι» αλλά μπήγω τα δόντια μου όσο πιο βαθιά μπορώ για να την πονέσω. Ο πόνος τους είναι η χαρά μου, αλλά ο δικός μου είναι απλά ο πόνος μου. Ο κοντόχοντρος μάλλον παλιότερα ήταν ποδοσφαιριστής γιατί η κλωτσιά του ήταν αξιοσέβαστη. Πετάγομαι μακριά, χτυπάω σε ένα τραπέζι , οι φωνές χάνονται για λίγο καθώς νιώθω το αίμα μου να τρέχει από το στόμα. «Αϊ στο διάολο παλιόσκυλο. Μας κοψοχόλιασες. Είναι σοβαρό μαγαζί αυτό; Μπαίνουν σκυλιά και μας δαγκώνουν; Θα σας κάνω μήνυση» φωνάζει ο αστείος τυπάκος. Ο γελοίος, κάνει τσαμπουκά στην καημένη την γκαρσόνα. Αν μπορούσα θα τον δάγκωνα, αλλά όλα μου τα κόκαλα πονάνε και δεν μπορώ να κουνηθώ. Αν μπορούσα να χαμογελάσω, θα χαμογελούσα. Τα σκυλιά δεν χαμογελούν. Εδώ και ένα χρόνο το έχω μάθει για τα καλά. Η μετεμψύχωση ήταν κάτι σαν άγνωστη λέξη για εμένα πριν έναν χρόνο. Αν είχα όρεξη μπορεί να άνοιγα το λεξικό να δω τι σημαίνει αλλά ποτέ δεν είχα ασχοληθεί. Από την στιγμή που η BMW γινόταν ο τάφος του 27χρονου κορμιού μου, όλες μου οι σκέψεις, οι ανησυχίες και τα βιώματα μου, μεταφέρονταν στο σώμα ενός αδέσποτου κόπρου που άραζε στην Ομόνοια. Ο Θεός, αν υπάρχει, έχει σίγουρα χιούμορ. Η ζωή είναι ένα ανέκδοτο. Σηκώνομαι και τα ανθρωπάκια παραμερίζουν καθώς φοβούνται άλλη μια επίθεση. Η Μυρτώ είναι ξαπλωμένη σε έναν κόκκινο καναπέ και μυξοκλαίει. Κοριτσάκι, σκέφτομαι. Πού να καταλάβεις; Ο Κυνικός τελικά είχε δίκιο. Αν απομονώσεις τα αρνητικά, αν παραβλέψεις το σοκ, μπορείς να απολαύσεις την κατάσταση. Πεινάω. Η επιβίωση και πάλι στο προσκήνιο. Πάω να κλέψω τίποτα και μετά να αράξω. Μάλλον θα ψάξω για τον Κυνικό, να του μιλήσω. Να χαρεί και αυτός βρε αδερφέ. Οι εφιάλτες θα είναι λιγότεροι πλέον. Οι σκέψεις πιο ανέμελες. Σκυλίσια ζωή δεν λένε; Ε, ας την ζήσω και αυτή μέχρι τέλους.