Sunday, February 4, 2007

Ο Γιώργος Αμανατίδης και η μαγεία μιας μαγαρισμένης Κυριακής

Είναι Κυριακή βράδυ, ζω μέσα στα κλισέ, βλέπω τον βασιλιά της
Βλακείας Γεώργιο Αμανατίδη τον Α’ να ξερνάει μαλακιούλες, μαλακώνω το μυαλό μου με τηλεόραση, βουλιάζω στον καναπέ, ανάβω (άλλο) ένα τσιγάρο και προσπαθώ να ανοίξω το μυαλό. Αδυνατώ.
Είμαι 27 χρονών. Δουλεύω. Κερδίζω. Ψωνίζω. Καταναλώνω. Πίνω. Ντύνομαι. Μπανίζω αμάξια, θέλω να αγοράσω νέο. Μένω μόνος, είμαι περήφανος για την γωνιά μου. Κάνω καλά τη δουλειά μου. Ικανοποιώ τα αφεντικά μου. Μου πετάνε ξερολούκουμα και τους κουνάω την trendy ουρά μου.
Σκέφτομαι όμως το μέλλον και ψαρώνω. Δεν βλέπω μέλλον, μόνο την επανάληψη του παρόντος. Το μόνο που παίζει είναι ψευτο-καβάντζες, να βγάλω περισσότερα λεφτά, να δουλεύω λιγότερο, πράγματα αντιφατικά, αντικρουόμενα, πράγματα μπερδεμένα.
Και αναρωτιέμαι την ώρα που καίω τα δάχτυλα μου από το τσιγάρο: Αυτή είναι η ζωή που θέλησα; Την αέναη επανάληψη; Την αιώνια κατανάλωση; Το νοικοκυριό μου; Τις ψευτοεπαναστάσεις μου; Το κοστούμι (ναι ρε, κοστούμι), στην τιμή μηνιάτικου που θέλω να αγοράσω, βρίζοντας την τηλεόραση που τελικά, έχει διαμορφώσει την φιλοσοφία(;) μου (;;), το μυαλό μου.
Ωραία ρε μάγκα, αντε και γαμήσου, τι μας λες τώρα; Το παίζεις Irvine Welsh της Κυριακής; Γράφεις το trainspotting σου; Τι προτείνεις;

Εχω έναν φίλο που τα παράτησε όλα. Την έτοιμη δουλειά του, τα 1200 στο χέρι στα 25. Την ρουτινούλα του. Τα ξύδια μας, το Σ/Κ, ανίκανα να μας δώσουν χαμόγελο μέσα στην εβδομάδα. Την αίσθηση στο στόμα, σαν να έχουμε γλύψει την άμμο της γάτας τη Δευτέρα το πρωί. Όλα.
Πήρε τα μπαγκάζια του, έκανε ταξίδια, δούλεψε από εδώ και από εκεί και σκέφτεται να μείνει εκτός Αθήνας για πάντα. Δεν έχω τα αρχίδια, θα παραμείνω αυτός που θα αποθεώνει από απόσταση τον Σ., ο παλιόφιλος που δεν κράτησε τις υποσχέσεις της αιώνιας νεότητας. Δεν είμαι ικανός να αφήσω τις αναμνήσεις μου, τα παπούτσια μου, τη βολη μου, τον καναπέ μου, το laptop στο οποίο γράφω τις μαλακίες μου. Ακόμα και αν σε κάτι αδρανείς στιγμές, όπως η τωρινή, θα το θέλα όπως ο χαρμάνης ενός ταξιδιού με τον ΟΣΕ , ένα τσιγάρο. Οπότε;
Τίποτα, πάω να δω τις αμφισβητούμενες φάσεις από τον αντιβασιλιά της Ηλιθιότητας, Π. Βαρούχα. Έχω και δουλειά αύριο.