Thursday, April 3, 2008

Π


Δεν χρειαζονται σχολια. Λιγο μεράκι, λιγη ομορφια και ιδου τι μπορει να γινει

Wednesday, March 12, 2008

Nothing at all


Παλιά όταν η μαγκιά της νιότης ήταν πιο έντονη μέσα μου, μερικές φορές γελούσα με την ιδέα. Κάτι τραγικοί τύποι, κλεισμένοι σε ένα σκονισμένο δωμάτιο, πιθανότατα με γάτες γεμάτες αλλεργία και μυωπικά γυαλιά, αναπολώντας το τίποτα, να μουτζουρώνουν χαρτιά καπνίζοντας. Ποίηση, έλεγα και το geek alert με έκανε να απομακρύνομαι. Μερικές φορές όμως τρως κάτι χαστούκια και ζαλίζεσαι. Και εκεί πάνω, στη γλυκιά ζαλάδα ένα μεσημέρι Σαββάτου, σε μια κωλοπόλη, διαβάζεις την οικονομική εφημερίδα που μια νεοχίπισσα φίλη σου αγόρασε. Και πριν σκεφτείς πόσο αστείο είναι η βγαλμένη μέσα από κοινόβιο Α. να μελετά τον Κόσμο του Επενδυτή, διαβάζεις το ένθετο του, τον λόγο για τον οποίο το πήρε. Και η ζαλάδα συνεχίζεται.


ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Ντίνος Χριστιανόπουλος.



Φακ. Δεν το πιστεύω πως ανέβασα post ποίησης. Με έχει τρελάνει η καθημερινότητα του τίποτα ανάμεσα σε σοβαροφανείς φάτσες .
Επίσης. Από τα λίγα πράγματα που με κάνουν πραγματικά ευτυχισμένο αυτή τη τόσο περίεργη εποχή, είναι κάποιες στιγμές πόλης. Όσοι μπαίνουν στο μετρό χωρίς εφημερίδα, με μουσική και έχετε το μυαλό μου, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Οι υπόλοιποι που μπαίνουν στο μετρό μόνο για μεταφορά, μια παράκληση: Πρώτα βγαίνουν και μετά μπαίνουν μέσα. Υπανάπτικροι κάφροι κάποια μέρα θα πάρω ούζι. Το είπα και αυτό.
Έχω έναν φίλο, που καταφέρνει να αντιστρέψει τη πραγματικότητα μου. Καταφέρνει να βλέπει ομορφιά μέσα στην ασχήμια. Τις περισσότερες φορές τον θεωρώ γραφικό. Μερικές, τον ζηλεύω.

Thursday, December 13, 2007

A lier man


Ένα βράδυ, εκεί που όλα πάνε ήρεμα μέσα στο χάος σου, εκεί που η σημαντικότερη απόφαση της όχι και τόσο τρικυμιώδους ζωής σου, είναι πως επιτέλους πρέπει να κόψεις το ζελέ στο μαλλί, καθώς η τρίχα η γαμημένη έλκεται από το έδαφος, εκεί συνήθως έρχεται. Κάποιος, σκάει μέσα στη νύχτα σου, μέσα σε καπνούς και βιολιά, σου παίρνει από το χέρι το τζιν, το τονικ και το golden Virginia το πράσινο, και σου φορτώνει και από τις δυο πλευρές από μια επιλογή. Σου δίνει κάτι που κολλάει πάνω σου σαν γρίπη, ένα τατουάζ ζυγαριάς στον εγκέφαλο. Όχι διαρκώς, όπως σε κάτι γλυκερές ταινίες, αλλά διακοπτόμενα, ελλειπτικά σαν το βούισμα μιας μύγας σε ένα καλοκαιρινό δωμάτιο με ανεμιστήρα. Σχεδόν ενοχλητικά με έναν όμορφο τρόπο. Την ώρα που γράφεις αυτό το κείμενο, την ώρα που οδηγάς, όταν μιλάς για το μέλλον σου, όταν κάνεις πορεία για τα ασφαλιστικά δικαιώματα σου*. Είναι μια σκιά της σκιάς σου.
Και εσύ πρέπει να επιλέξεις. Το ένα ή το άλλο, φίλε. Βιάσου. Η ζωή περνά. Τίποτα. Ίσως; Όχι. Εσύ όμως, δεν θέλεις. Προτιμάς να κάτσεις όμορφα στη γωνία της ασφάλειας σου, underdog της ζωής, να καπνίζεις και να ζεις χωρίς το βάρος όλου του κόσμου στις κακογυμνασμένες σου πλάτες . Και ίσως στο μέλλον να πεις και εκείνο το παραιτημένο , αλλά λυτρωτικό, «εγώ; Μα εγώ ρε φιλέ, δεν είχα επιλογές». Ζεστή ακινησία, ευτυχισμένος πολίτης της χώρας των μηδενικών αποφάσεων. Μερικές φορές είναι το μόνο που θέλεις. Και μερικές, το μόνο που έχεις. Εκεί είναι που δεν το θέλεις.


*Στιγμιαία αναρωτήθηκα αν το σύνθημα «Μαγγίνα θυμήσου, δεν είμαστε οι Ινδοί σου» κρύβει μια μικροαστική, ρατσιστική αηδία ψευδοανωτερότητας, αλλά μετά, η πορεία τελείωσε και πήγα στο Κολωνάκι για να ψωνίσω και ξεχάστηκα.

Thursday, November 1, 2007

my (facebook) way



Ήμουν πρόσφατα στα χασομέρια ενός πάρτι. Ο dj έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να μας διώξει και είχε ρίξει τους τόνους τόσο πολύ που πέταξε το My Way του Σινάτρα, νομίζοντας πως είναι στη Νέας Υόρκη και όχι στο Νέο Κόσμο, ο βλάξ. Ένας φίλος που μερικές φορές προτιμά την συντροφιά του Heig απο την συνάφεια του κόσμου, σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει ζεμπέκικο. Δυο τρεις άρχισαν να γελούν, η οικοδέσποινα προσβλήθηκε από τον άξεστο, αλλά από την οπτική μου, ήταν ότι καλύτερο έχω δει εδώ και καιρό. Ποτέ δεν μπορώ να ξανακούσω το κομμάτι με τον ίδιο τρόπο. Είμαι σχεδόν πεπεισμένος πως μιλάμε για τον ορισμό της αγγλόφωνης, βαριάς, καλής και ασήκωτης ζεμπεκιάς. Δυο μέρες μετά, ρώτησα τον φίλο αν το εννοούσε ή αν έκανε πλάκα. Έκανε πως δεν το θυμόταν. Κατάλαβα πως το ένιωθε μέχρι το κόκκαλο.
Άκυρο. Ναι, ήταν από τις όλο και πιο άκυρες διαπιστώσεις που εμφανίζονται και στοιχειώνουν το περιορισμένου χώρου μυαλό μου αυτόν τον καιρό. Κάτι άλλο που έχω παρατηρήσει είναι πως το internet έχει κατακτήσει τα πάντα. Φίλοι, βρίσκουν δουλειές από τα blogz, ο περσινός περιορισμός μου «όχι και στο σπίτι net» μου μοιάζει με ατάκα ανθρώπου των σπηλαίων, το facebook, το κουτσομπολιό του μέλλοντος δηλαδή, είναι σχεδόν επιτακτικό όσο και αγχωτικό .Την τελευταία φορά που τσέκαρα (πριν λίγα λεπτά), έχω καμιά 50αρια εκκρεμότητες. Πρέπει να παλέψω με τον έναν, να στείλω ποτά στην άλλη, να κάνω άλλο ένα ταπεινωτικό τεστ Iq, να ψάξω την - προφανώς τεχνολογικά αναλφάβητη – αγαπημένη μου στο δημοτικό . Όλα αυτά προξενούν ένα κάποιο άγχος.
Άγχος. Θυμάμαι το καλοκαίρι, στην Ισπανία. Καθόμουν σε μια plaza έπινα την παγωμένη cerveza μου, προσπαθούσα να συνεννοηθώ με μια γλυκιά σερβιτόρα που νόμιζε πως το proficiency είναι εξωτικό πουλί. Όταν εφαρμόσαμε την νοηματική, άρχισα να σκέφτομαι το μέλλον μου. Όχι το μακρινό, όταν ο Θεός θα με έχει κουρέψει εντελώς (τεράστιο άγχος, κορίτσια είστε τυχερά γαμώ την βαρύτητα της τρίχας) και θα έχω καμιά κόρη με κοτσιδάκια να καμαρώνω, αλλά το παρόν, που τότε ήταν μέλλον.

Μέλλον. Είχα πάρει τις αποφάσεις μου: Λιγότερο τσιγάρο, άσκηση συχνή για υγεία, χαλαρή δουλειά και ποιοτική διασκέδαση. Τέρμα τα χαζοξενύχτια έλεγα και μισοχαμογελούσα με την γαμάτη ζωή μου. Αυτή τη στιγμή, το τσιγάρο καίει μια τούρτα από γόπες στο τασάκι, τα αθλητικά μου ρούχα είναι σιδερωμένα και αναξιοποίητα, οι επαγγελματικές εκκρεμότητες μου φωνάζουν (δεν ακούω), τα deadlines μου πεθαίνουν και χθες, κοιμήθηκα αγκαλιά με το ξημέρωμα. Το μέλλον, πάντα φαντάζει καλύτερο όταν είναι παρελθόν. Και αυτό είναι το πιο σοφό που μπορώ να πω, πριν πάω να ελέγξω πως πάει η μάχη μου στο facebook και να επιβεβαιώσω πως τα καλοκαιρινά resolutions για ποιοτική διασκέδαση είναι άλλη μια γαμημένη ουτοπία.

Tuesday, September 11, 2007

437





Υπήρξαν πολλοί λόγοι για τους οποίους το Zodiac με απογοήτευσε.
Οι άκαρδες, σχεδόν καπιταλιστικού αφεντικού, υψηλές προσδοκίες μου είναι το ένα. Η συνύπαρξη μου στο διπλανό κάθισμα με αυτή την γλίτσα που κάποτε δήλωνε ποιητής είναι το άλλο. Η ανησυχητικά κακή πνευματική μου κατάσταση, αυτή που με έκανε να νομίζω πως είδα τον Γούντι Αλεν σε ένα ταξί στη Βασιλίσσης Σοφίας το ίδιο απόγευμα (λες;) , σίγουρα έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο. Η ουσία είναι πως ούτε αυτό, που κάποτε έμοιαζε με αντίδοτο για κάθε νόσο και κυρίως μαλακία, ένα φθινοπωρινό σινεμά, δεν μου έφτιαξε τη διάθεση.
Κάτι δεν πάει καλά.
Δεν είναι η προεκλογική περίοδος. Δεν είναι το ότι έχει ξεπεραστεί το όριο από αποτυχημένους μαλακογκαυληδες σαν τον Μανώλη Κοττάκη που αντέχω να δω μηνιαίως. Δεν είναι πως δεν μπορώ καν να γράψω και το μυαλό μου ταξιδεύει σε υπέροχους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Εσπερίας, εκεί όπου πέρασα το καλοκαίρι μου. Δεν είναι πως φοβάμαι πως κουφαίνομαι στα 27 μου, άλλη μια παράνοια ενός άρρωστοφοβικού μυαλού.
Τότε ποιο είναι το πρόβλημα; Κούρασες και κουράστηκες, άκουω ενοχλητικές φωνές στο κεφάλι μου (λες να έχω κάτι;)
Νομίζω πως έρχεται σε όλους κάποια στιγμή που η ματαιότητα πλημμυρίζει την πραγματικότητα. Την στιγμή που ό,τι κάνεις, σου φαίνεται στην καλύτερη αδιάφορο και στην χειρότερη εξοντωτικά ασήμαντο. Την στιγμή που αισθάνεσαι σκουριασμένη μετριότητα, καταδικασμένος σε μικροαστική, μίζερη, τιποτένια ζωή. Τότε, νομίζω πως το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας ένα ταξίδι.
Τα δικά μου ταξίδια όμως τελείωσαν (οικονομικά και αδειοληπτικά) προ καιρού. Το μόνο που μου μένουν είναι οι αναμνήσεις. Τι σιχαμερό πράγμα. Γίνομαι σαν αυτούς τους νοσταλγολάγνους, αυτούς που ζουν κάτω από το βάρος του «θυμάσαι τότε που».
Η κατάσταση θα έμοιαζε με ολοκληρωτικό αδιέξοδο, αν δεν υπήρχε , λίγο αλκοόλ, κανά τσιγάρο, οι φίλοι και ο Πακο Ιγνάσιο Ταιμπο. Αυτός ο μυστακοφόρος μανιώδης καταναλωτής coca cola είναι ένα από τα πράγματα που μου δίνει λίγη χαρά αυτές τις άκαρδες μέρες. Αυτό το ψώνιο, που ονομάζεται Τάιμπο ο 2ος, χωρίς να υπάρχει πρώτος, αυτός ο χοντρός πανέξυπνος τύπος που αφού κατάλαβε πως δεν μπορεί να νικήσει την γλοιώδη εξουσία, την περιγελά αριστοτεχνικά στα βιβλία του. Αυτός.
Σε μια τέτοια προεκλογική περίοδο, σε μια εποχή που ο Τσοχατζόπουλος ερωτάται από το «Ε» «βγαίνετε τα βράδια;» και απαντά αυτός ο ταπεινός συνταξιούχος και παράλληλα οξυδερκής πολιτικός «κάποτε έβγαινα, αλλά τώρα με την ακρίβεια της Δεξιάς κυβέρνησης, δεν έχω την δυνατότητα», είναι το πιο επαναστατικό που μπορώ να κάνω. Μέχρι να ψηφίσω και να καθορίσω το μέλλον μου, για να πούμε και καμιά μαλακιά, και να φτάσω και το ψυχολογικό όριο των 437 λέξεων σε αυτό το ανούσιο, παραληρηματικό, κουρασμένο και κουραστικό ποστάκι.

Tuesday, August 28, 2007

like a prayer ή η υποκρισία των 500.000 αργυρίων

Η πραγματικότητα γίνεται πολύ παράξενη μερικές φορές. Και με γυρνάει πάλι πίσω σε μια εποχή που η μάνα μου έπαιρνε τους δυο γιόκες της και τους έσερνε στην εκκλησία. Ο άθεος πατέρας μου (το γαμώ τον αντιχριστό μου, ήταν η προσευχή του) μουρμούριζε από το κρεβάτι, φορώντας ένα σλιπάκι που θα έκανε και τον Λιούνγκμπερκ να κοκκινίσει και η Αγία Μητέρα μας ίσιωνε τα μαλλιά. Κάποια στιγμή έβγαινε ο δίσκος για να δώσουμε τα φράγκα. Ο μικρός bro, γεννημένος αντιεξουσιαστής, όταν πέρασε μπροστά του ο δίσκος, χούφτωσε τέσσερα παλιά, μπλε, πενηντάρικα χαρτονομίσματα και μου έδωσε τα δυο. Δεν μπορώ να ξεχάσω την φρίκη στο πρόσωπο του κιτρινου από το κερί και την αγαμία, νεωκόρου. Για κάποιο λόγο, όταν διάβασα την συγκλονιστική προσφορά, 500.000 ευρώ στους πυρόπληκτους από την εκκλησία μου ήρθε στο μυαλό αυτή η ιστορία βγαλμένη από το ένδοξο παρελθόν. Όταν μάλιστα θυμήθηκα και αυτό, άρχισε να θολώνει το μάτι μου. Και προσευχήθηκα a la manière de pateras.

Monday, August 27, 2007

κράτος ασυστόλων και πεσμενων κωλων

Ο σκύλος τα έχει παίξει. Με κοιτάει με κάτι μάτια σαν γουρλωμένος μαλάκας, ουρλιάζει σαν λύκος, θυμάται τα χαμένα από την καλοπέραση ένστικτα, προφανώς απορεί. Βλέπει φωτιές από την αυλή, αντιλαμβάνεται τα περίεργα ανθρώπινα vibes και τελικά περιμένει.
Ανοίγω την τηλεόραση. Μάγκα, μου αυτό είναι ναρκωτικό. Οι Καμπουράκηδες εκμεταλλεύονται στεγνά τα υγρά δάκρυα. Ο ANT1 λαϊκίζει σαν αμερικάνικο δίκτυο. Οι Πασοκοι δεν κρύβουν κάτω από το φτηνά υποκριτικό βλέμμα τους την χαρά τους σαν τον νεκροθάφτη στο Λούκι Λουκ. Οι Δεξιοί, άθλιοι όπως πάντα, εφευρίσκουν συνωμοσίες και αηδίες. Μέχρι και αντιεξουσιαστές φταίνε είπαν, ποιοι αυτοί που τους κυνηγάνε να μην κάνουν ελεύθερο camping.
Δεν μπορώ να πολυγράψω. Η κυνική πανοπλία μου, αυτή που με κάνει να είμαι κόντρα σε κάθε τι έχει λυγίσει ρε αλήτες. Έχει λυγίσει από το κράτος που δίνει 6 εκατομμύρια ευρώ στην εκκλησία του Χριστόδουλου, που αφήνει τα παιδιά να πεθάνουν για να βρει μόσχευμα στον χοντρό σάκο με σκατά και σταυρούς, που ακυρώνει προσλήψεις πυροσβεστών, που δεν κάνει δασολόγιο (ούτε το ΠΑΣΟΚ, μην ξεχνιόμαστε μουστακαλήδες χοντροκώληδες), που έχει το καρτούν Πολύδωρα για βουλευτή, που κάνει μόνιμη, βρωμερή βαλκανική μπίζνα με τις ζωές μας, που κοιμίζει τον έτοιμο από καιρό για ύπνο κόσμό.
Και τώρα πιάσαμε πάτο. Το είπε και η μάνα μου και εγώ την εμπιστεύομαι. Πιάσαμε πάτο μάγκες. Οι νεκροί είναι νεκροί και θα ζουν στην Σκιά της Σκιάς, να συντροφεύουν τους υπεύθυνους. Όχι λάθος, αυτά γίνονται στα μυθιστορήματα του Τάιμπο ΙΙ, όπου ανήσυχοι νεκροί επιστρέφουν για απολαυστική εκδίκηση. Οι νεκροί θα ζούνε για τους ζωντανούς τους. Και η ρέμουλα θα συνεχιστεί.
Έφτασε η ώρα μάλλον. Όχι για ψήφους και τέτοιες μαλακιές. Για τον πολίτη, για εμένα τον γραφικό που μεγάλωσα στους πρόποδες του Υμηττού και γελούσα με τους εθελοντές που κάποτε έκαναν πυροπροστασία. Έφτασε η ώρα για δράση. Θεέ μου τι λέω, εγώ ο αρνητής κάθε είδους «μαζικής κίνησης».
Χθες το βράδυ έκανα μια βόλτα. Παντού αμηχανία. Κάποιοι μαλάκες έλεγαν πως τα κάνουν οι Αμερικάνοι. Δυο τρεις πλακώνονταν για πράσινα και γαλάζια παπλώματα γεμάτες τρύπες. Ένας μελαγχολούσε που δεν είχε ντέρμπι. Και οι περισσότεροι είχαν εκείνο το βλέμμα του ορφανού. Του τύπου που δεν αντέχει άλλο. Δεν άντεξα.
Γύρισα σπίτι, πήρα μια τζούρα από Μαρία Σπυράκη και Μάρα Ζαχαρέα, με έπιασε ένας πονοκέφαλος σαν καρφί στο κρανίο και έβαλα ένα ποτό. Ένιωσα όπως την ημέρα που μιλούσα στην μάνα μου και κατάλαβα πως μεγάλωσα. Πως δεν θα με προστατεύει πλέον αυτή, από τα χτυπημένα μου γόνατα και τις ανασφάλειες της εφηβείας. Πως εγώ θα πρέπει να την κάνω να γεράσει όμορφα και όχι εκφυλιστικά. Δύσκολο συναίσθημα μάγκες. Μεγαλώσαμε. Κράτος δεν υπάρχει, μόνο λαϊκιστές που αγοράζουν φτηνά και πουλάνε ακριβά, μόνο μέτριοι στον ρόλο των σωτήρων. Μεγάλωσα και σαν πολίτης λοιπόν. Και η υπόθεση είναι δική μου. Και δική σου. Είτε να πας σαν Μουσουλμάνος να προσευχηθείς για βροχή, είτε να γαμήσεις όποιον σου γαμάει την καθημερινότητα, είτε να τιμωρήσεις τα στρουμφάκια με τα σακάκια στις εκλογές, είτε απλά να αποκτήσεις συνείδηση. Δύσκολο πράγμα και sorry για το παραλήρημα, αλλά προσπαθώ να μην χάσω το δάσος λόγω του δέντρου, για να πω και ένα πιο φθηνό και από το H&Μ, ευφυολόγημα.