Tuesday, September 11, 2007

437





Υπήρξαν πολλοί λόγοι για τους οποίους το Zodiac με απογοήτευσε.
Οι άκαρδες, σχεδόν καπιταλιστικού αφεντικού, υψηλές προσδοκίες μου είναι το ένα. Η συνύπαρξη μου στο διπλανό κάθισμα με αυτή την γλίτσα που κάποτε δήλωνε ποιητής είναι το άλλο. Η ανησυχητικά κακή πνευματική μου κατάσταση, αυτή που με έκανε να νομίζω πως είδα τον Γούντι Αλεν σε ένα ταξί στη Βασιλίσσης Σοφίας το ίδιο απόγευμα (λες;) , σίγουρα έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο. Η ουσία είναι πως ούτε αυτό, που κάποτε έμοιαζε με αντίδοτο για κάθε νόσο και κυρίως μαλακία, ένα φθινοπωρινό σινεμά, δεν μου έφτιαξε τη διάθεση.
Κάτι δεν πάει καλά.
Δεν είναι η προεκλογική περίοδος. Δεν είναι το ότι έχει ξεπεραστεί το όριο από αποτυχημένους μαλακογκαυληδες σαν τον Μανώλη Κοττάκη που αντέχω να δω μηνιαίως. Δεν είναι πως δεν μπορώ καν να γράψω και το μυαλό μου ταξιδεύει σε υπέροχους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Εσπερίας, εκεί όπου πέρασα το καλοκαίρι μου. Δεν είναι πως φοβάμαι πως κουφαίνομαι στα 27 μου, άλλη μια παράνοια ενός άρρωστοφοβικού μυαλού.
Τότε ποιο είναι το πρόβλημα; Κούρασες και κουράστηκες, άκουω ενοχλητικές φωνές στο κεφάλι μου (λες να έχω κάτι;)
Νομίζω πως έρχεται σε όλους κάποια στιγμή που η ματαιότητα πλημμυρίζει την πραγματικότητα. Την στιγμή που ό,τι κάνεις, σου φαίνεται στην καλύτερη αδιάφορο και στην χειρότερη εξοντωτικά ασήμαντο. Την στιγμή που αισθάνεσαι σκουριασμένη μετριότητα, καταδικασμένος σε μικροαστική, μίζερη, τιποτένια ζωή. Τότε, νομίζω πως το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας ένα ταξίδι.
Τα δικά μου ταξίδια όμως τελείωσαν (οικονομικά και αδειοληπτικά) προ καιρού. Το μόνο που μου μένουν είναι οι αναμνήσεις. Τι σιχαμερό πράγμα. Γίνομαι σαν αυτούς τους νοσταλγολάγνους, αυτούς που ζουν κάτω από το βάρος του «θυμάσαι τότε που».
Η κατάσταση θα έμοιαζε με ολοκληρωτικό αδιέξοδο, αν δεν υπήρχε , λίγο αλκοόλ, κανά τσιγάρο, οι φίλοι και ο Πακο Ιγνάσιο Ταιμπο. Αυτός ο μυστακοφόρος μανιώδης καταναλωτής coca cola είναι ένα από τα πράγματα που μου δίνει λίγη χαρά αυτές τις άκαρδες μέρες. Αυτό το ψώνιο, που ονομάζεται Τάιμπο ο 2ος, χωρίς να υπάρχει πρώτος, αυτός ο χοντρός πανέξυπνος τύπος που αφού κατάλαβε πως δεν μπορεί να νικήσει την γλοιώδη εξουσία, την περιγελά αριστοτεχνικά στα βιβλία του. Αυτός.
Σε μια τέτοια προεκλογική περίοδο, σε μια εποχή που ο Τσοχατζόπουλος ερωτάται από το «Ε» «βγαίνετε τα βράδια;» και απαντά αυτός ο ταπεινός συνταξιούχος και παράλληλα οξυδερκής πολιτικός «κάποτε έβγαινα, αλλά τώρα με την ακρίβεια της Δεξιάς κυβέρνησης, δεν έχω την δυνατότητα», είναι το πιο επαναστατικό που μπορώ να κάνω. Μέχρι να ψηφίσω και να καθορίσω το μέλλον μου, για να πούμε και καμιά μαλακιά, και να φτάσω και το ψυχολογικό όριο των 437 λέξεων σε αυτό το ανούσιο, παραληρηματικό, κουρασμένο και κουραστικό ποστάκι.